αμπόδεμα

αμπόδεμα
το [αμποδένω]
μαγικό δέσιμο (που κάνει τον άντρα ανίκανο για συνουσία), μαγγανεία, μάγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμποδένω — δένω με μάγια, καθιστώ κάποιον ανίκανο, μαγγανεύω, γητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμποδίζω + δένω, με συμφυρμό. ΠΑΡ. αμπόδεμα] …   Dictionary of Greek

  • απόδεμα — Χειρόγραφο του 17ου αι., βυζαντινής προέλευσης, στο οποίο δίνονται οδηγίες για την παρεμπόδιση με μαγικά μέσα της σαρκικής ένωσης ανδρογύνων. Το κείμενο έχει ιδιαίτερη αξία για το γλωσσικό του ιδίωμα. * * * κ. αμπόδεμα, το [αποδένω] μαγική πράξη… …   Dictionary of Greek

  • μπόδεμα — και αμπόδεμα, το εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποδίζω, κατά τα ουδ. σε εμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”